γονιμοποίηση

γονιμοποίηση
Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και φυτά, η γ. γίνεται με την ένωση ανόμοιων γαμετών (αρσενικού και θηλυκού) γεγονός που λόγω του ανασυνδυασμού των γονιδίων επιτρέπει μεγάλη ποικιλία στο είδος. εξωσωματική γ. Είναι μορφή υποβοηθούμενης αναπαραγωγής κατά την οποία ένα ή περισσότερα ωάρια γονιμοποιούνται έξω από το γυναικείο σώμα. Χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις που ένα ζευγάρι δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά για διάφορους λόγους (π.χ. προβληματικό σπέρμα στον άνδρα ή φραγμένες σάλπιγγες στη γυναίκα κ.ά.). Η διαδικασία για εξωσωματική γ. ξεκινά συνήθως με τη φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών της γυναίκας ώστε να ωριμάσουν πολλά ωάρια. Η στιγμή της ωοληψίας καθορίζεται με ορμονικές εξετάσεις αίματος και υπερηχογραφήματα. Η ωοληψία γινόταν παλαιότερα με γενική αναισθησία λαπαροσκοπικά μέσω μικρής τομής στο κοιλιακό τοίχωμα ενώ σήμερα γίνεται με τοπική αναισθησία με ειδική σύριγγα, κάτω από υπερηχογραφικό έλεγχο, οπότε η γυναίκα μετά από σύντομη ανάπαυση επανέρχεται στις καθημερινές δραστηριότητες. Τα ωάρια τοποθετούνται σε δοκιμαστικό σωλήνα που περιέχει υγρό ωοθυλακίου, ελέγχονται και τοποθετούνται μαζί με το σπέρμα που έχει υποστεί επεξεργασία βελτιστοποίησης σε κοινό δοχείο και στη συνέχεια σε επωαστικό κλίβανο. Αν έχουν γονιμοποιηθεί μεταφέρονται στη μήτρα της δότριας ή άλλης γυναίκας δύο μέρες μετά τη λήψη τους οπότε και θα έφθαναν από τη σάλπιγγα στη μήτρα εάν η γ. ήταν φυσική. Μετά την εμφύτευση η γυναίκα υποστηρίζεται ορμονικά και η εγκυμοσύνη συνεχίζεται φυσιολογικά μέχρι τον τοκετό. Η πιθανότητα επιτυχίας είναι 20% ανά προσπάθεια. Μετά από μακρόχρονες έρευνες σε ζώα η πρώτη επιτυχημένη προσπάθεια έγινε το 1978 στην Αγγλία από τον εμβρυολόγο Δρ. Έντουαρντς και τον γυναικολόγο Δρ. Στεπτόου. Σε όλο τον κόσμο έχουν γεννηθεί με τη χρήση της μεθόδου αυτής πάνω από 20.000 παιδιά. Η εξωσωματική γ. χρησιμοποιείται και στην Ελλάδα από πολλά ζευγάρια. τεχνητή γ. Γ. που υποβοηθείται με τεχνητά μέσα. Για τη φυσική απαιτείται μία σειρά προϋποθέσεων. Αν όμως υπάρχει απουσία μίας από αυτές, πολλές φορές η γ. δεν είναι δυνατή και προσφεύγουμε σε τεχνητές λύσεις. Η γ. αυτού του είδους πραγματοποιείται με διάφορες μεθόδους απόθεσης σπέρματος από ζωντανούς οργανισμούς στα γεννητικά όργανα του θηλυκού του ίδιου είδους. Η μέθοδος αυτή έχει γενικευτεί σε πολλές χώρες, κυρίως για την αναπαραγωγή βελτιωμένων φυλών ζώων από καλής ποιότητας γεννήτορες και αύξηση της παραγωγής τους. Η μέθοδος είναι άλλωστε γνωστή από παλαιότερες εποχές. Το 1725 ο Λ. Ζακόμπι πέτυχε την παραγωγή γόνων σολομού, βρέχοντας με σπέρμα αβγά που έβγαλε από την κοιλιά θηλυκού ψαριού του είδους. Πολλοί ιχθυοτρόφοι εφαρμόζουν και σήμερα αυτή τη μέθοδο. Η πρώτη δοκιμή εφαρμογής της τεχνητής γ. πραγματοποιήθηκε το 1780 σε θηλυκά σκυλιά που γέννησαν εντελώς φυσιολογικά σκυλάκια. Άρχισαν τότε πειράματα σε πολλές χώρες και η μέθοδος εφαρμόστηκε κυρίως στα αιγοπρόβατα και στα βοοειδή. Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1938 σε άλογα και, από το 1945, σε βοοειδή, με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η τεχνητή γ. εφαρμόζεται και στον άνθρωπο με τη γ. του ωαρίου με σπέρμα, που εισάγεται μέσω του κόλπου στη μήτρα με τεχνητά μέσα (ειδική σύριγγα) από ειδικευμένους γυναικολόγους και μάλιστα κάτω από φυσικές συνθήκες. Για την επιτυχία της γ. αυτής είναι απαραίτητες μια σειρά προϋποθέσεων, ανατομικών, φυσιολογικών και ενδοκρινικών. Στην περίπτωση εξωσωματικής γονιμοποίησης, τα ωάρια τοποθετούνται σε δοκιμαστικό σωλήνα με υγρό ωοθυλακίου και στη συνέχεια μαζί με το επεξεργασμένο σπέρμα σε επωαστικό κλίβανο.
* * *
η
1. το να καταστήσει κάποιος κάτι γόνιμο
2. η συνένωση δύο γεννητικών κυττάρων διαφορετικού φύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γονιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Θ. Μανούση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γονιμοποίηση — η 1. τονα κάνουμε κάτι γόνιμο: Η γονιμοποίηση της επιστήμης με τις νέες θεωρίες. 2. (βιολ.), η ένωση αρσενικών και θηλυκών γεννητικών κυττάρων για την αναπαραγωγή του είδους: Έκαναν παιδί με εξωσωματική γονιμοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • επικονίαση — Το σύνολο των φαινομένων κατά τα οποία οι ώριμοι γυρεόκοκκοι των ανθών μεταφέρονται στο στίγμα των υπέρων για τον εγγενή πολλαπλασιασμό των φυτών. Στην περίπτωση της αυτογαμίας (γονιμοποίηση από γυρεοκόκκους του ίδιου άνθους) η ε. συντελείται από …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …   Dictionary of Greek

  • ωογένεση — Η εξέλιξη των θηλυκών γεννητικών κυττάρων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός θηλυκού γαμέτη ή ωαρίου. Η ω. παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τη σπερματογένεση. Αρχίζει με τον πολλαπλασιασμό των ωογονίων, που, στη συνέχεια,… …   Dictionary of Greek

  • ωόσφαιρα — Ο θηλυκός γαμέτης, ο οποίος μετά τη γονιμοποίησή του από τον αρσενικό, παράγει το ζυγωτό. Η ω. παρουσιάζεται συνήθως στα φύκη και στους μύκητες υπό μορφή στρογγυλής πρωτοπλασματικής μάζας, χωρίς μεμβράνη, η οποία σχηματίζεται μέσα στο κύτταρο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”